- παιγνίαν
- παιγνίᾱν , παιγνίαplayfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιγνία — παιγνία, ιων. τ. παιγνίη, ἡ (Α) [παίγνιον] 1. το παιχνίδι, η παιδιά 2. η εορτή («ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν... τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ ἐκ τῶν γειτόνων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek